ήρξα
Смотреть что такое "ήρξα" в других словарях:
ἦρξα — ἄρχω to be first aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἔρδω do aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦρξ' — ἦρξα , ἄρχω to be first aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἦρξο , ἄρχω to be first plup ind mp 2nd sg ἦρξο , ἄρχω to be first perf imperat mp 2nd sg ἦρξο , ἄρχω to be first plup ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἦρξε , ἄρχω to be first aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη — (I) νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α) μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ ἔδρασε ταυτόν»,… … Dictionary of Greek